καθαίρω — cleanse pres subj act 1st sg καθαίρω cleanse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρώ — καθαιρώ, καθαίρεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθαίρω — (AM καθαίρω) 1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.) 2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.) αρχ. 1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.) 2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση… … Dictionary of Greek
καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… … Dictionary of Greek
καθαιρώ — καθαίρεσα, καθαιρέθηκα, καθαιρεμένος 1. κατεδαφίζω, γκρεμίζω: Ο Φίλιππος καθαίρεσε τα σπίτια των Θηβαίων. 2. αφαιρώ αξίωμα: Καθαιρέθηκε ο στρατηγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαίρεσθε — καθαίρω cleanse pres imperat mp 2nd pl καθαίρω cleanse pres ind mp 2nd pl καθαίρω cleanse imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαίρετε — καθαίρω cleanse pres imperat act 2nd pl καθαίρω cleanse pres ind act 2nd pl καθαίρω cleanse imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαίρῃ — καθαίρω cleanse pres subj mp 2nd sg καθαίρω cleanse pres ind mp 2nd sg καθαίρω cleanse pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρομένων — καθαίρω cleanse pres part mp fem gen pl καθαίρω cleanse pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρόμεθα — καθαίρω cleanse pres ind mp 1st pl καθαίρω cleanse imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)